Η Πρόταση Omnibus της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ένα βήμα πίσω
Η πρόταση αποδυναμώνει την ηγεσία και την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ στη βιωσιμότητα μέσω εξαιρέσεων, καθυστερήσεων και πιθανών περικοπών. To Βολτ συμφωνεί με τη μείωση της γραφειοκρατίας, αλλά όχι με οποιοδήποτε κόστος.
.avif)
Μόλις τρεις μήνες μετά από βιαστικές συζητήσεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την πρόταση Οmnibus. Ωστόσο, αντί να ενισχύει την ηγετική θέση της Ευρώπης στη βιωσιμότητα και το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα στη πράσινη μετάβαση, η πρόταση αποδυναμώνει την Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ, υπονομεύει τον στόχο του 1,5°C και θέτει σε κίνδυνο τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανθεκτικότητα της Ευρώπης.
Η συγκεκριμένη πρόταση εισάγει βασικές αλλαγές, όπως:
Μονοετής αναβολή της Οδηγίας για την Έκθεση Εταιρικής Βιωσιμότητας (CSRD) για τις εταιρείες του δεύτερου κύματος υποβολής εκθέσεων και καθυστέρηση για την πρώτη ομάδα της Οδηγίας για τη Δέουσα Επιχειρηματική Επιμέλεια στη Βιωσιμότητα (CSDDD).
Αύξηση του ορίου επιλεξιμότητας για υποβολή εκθέσεων για μεσαίες επιχειρήσεις από 250 σε 1.000 εργαζόμενους, απαλλάσσοντας ουσιαστικά το 80% των επιχειρήσεων από την υποχρέωση υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας.
Αύξηση των ελάχιστων ορίων για τον Μηχανισμό Προσαρμογής Συνόρων Άνθρακα (CBAM) και την Ταξινομία, αποκλείοντας μικρότερους εισαγωγείς και παραγωγούς.
Τροποποιήσεις στο περιεχόμενο των Ευρωπαϊκών Προτύπων Υποβολής Εκθέσεων Βιωσιμότητας (ESRS) μόνο μετά την αποδοχή της πρότασης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η Επιτροπή αιτιολογεί αυτές τις αλλαγές κυρίως για δύο λόγους: την πίεση για απελευθέρωση του επιχειρείν από τις ΗΠΑ μετά την επιστροφή του Donald Trump και την Έκθεση Draghi, η οποία επισημαίνει το πλαίσιο υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας της ΕΕ ως σημαντικό διοικητικό βάρος. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι αυτό το επιχείρημα είναι εσφαλμένο για τους εξής λόγους:
Το κόστος υποβολής εκθέσεων θα μειωθεί μετά τον πρώτο κύκλο. Η υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας είναι μια νέα διαδικασία για πολλές επιχειρήσεις και τα αρχικά κόστη εφαρμογής είναι φυσικά υψηλότερα λόγω της ανάγκης για συμβούλους, λογισμικό ή ανάπτυξη εσωτερικής τεχνογνωσίας. Με τον χρόνο, αυτά τα κόστη θα μειωθούν καθώς οι εταιρείες θα αποκτήσουν εμπειρία, οι σύμβουλοι θα γίνουν πιο αποδοτικοί και οι λύσεις λογισμικού θα βελτιωθούν. Γι' αυτόν τον λόγο οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις κλήθηκαν να υποβάλλουν εκθέσεις πρώτες - έχουν τους πόρους να απορροφήσουν τα αρχικά κόστη πιο εύκολα.
Η CSRD δεν είναι απλώς υποχρέωση υποβολής εκθέσεων, αλλά εργαλείο επιχειρηματικής στρατηγικής. Παρέχει στις εταιρείες κρίσιμες γνώσεις για μελλοντικούς κινδύνους και ευκαιρίες μέσω αξιολόγησης διπλής ουσιαστικότητας, ανάλυσης ανθεκτικότητας στο κλίμα και σχεδιασμού μετασχηματισμού. Πολλές εταιρείες μόλις τώρα αρχίζουν να κατανοούν τις επιπτώσεις και τις εξαρτήσεις τους από τη βιοποικιλότητα. Η μείωση των απαιτήσεων αναφοράς σημαίνει ότι πολλές επιχειρήσεις θα μείνουν στο σκοτάδι απέναντι σε κινδύνους που απειλούν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους.
Η πρόταση απειλεί επίσης νεοφυείς επιχειρήσεις που επικεντρώνονται στη βιωσιμότητα και έχουν βασίσει τα επιχειρηματικά τους μοντέλα στην υποστήριξη της συμμόρφωσης με την CSRD. Η αβεβαιότητα που δημιουργούν οι μεταβαλλόμενες κανονιστικές απαιτήσεις αποδυναμώνει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και τον οικονομικό σχεδιασμό. Πολλές εταιρείες λογισμικού βασίζονται στην εξυπηρέτηση άνω των 40.000 μεσαίων επιχειρήσεων. Η πρόταση εξαλείφει αυτή την αγορά, στραγγαλίζοντας έναν αναδυόμενο κλάδο στον οποίο η Ευρώπη θα μπορούσε να ηγηθεί παγκοσμίως. Τη στιγμή που οι ΗΠΑ κάνουν πίσω στις δεσμεύσεις βιωσιμότητας, η Ευρώπη έχει την ευκαιρία να ηγηθεί στις πράσινες βιομηχανίες. Κι όμως, η πρόταση Omnibus πηγαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ο Ευρωβουλευτής του Βολτ, Damian Boeselager, τονίζει:
«Λιγότερη γραφειοκρατία για τις μικρές επιχειρήσεις είναι θετικό, αν γίνει σωστά. Αλλά αυτό το πακέτο αναφοράς βιωσιμότητας ίσως βλάψει την ικανότητα της καθαρής τεχνολογίας να προσεγγίσει βιώσιμη χρηματοδότηση και χωρίς αυτό θα είναι δύσκολο να πετύχουμε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Το έχουμε δει να συμβαίνει και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού: όταν κόβεις υπερβολικά και μετά προσπαθείς να μαζέψεις τα σπασμένα, δεν λειτουργεί.»
Το Βολτ αναγνωρίζει ότι τα διοικητικά βάρη μπορούν και πρέπει να μειωθούν, αλλά αυτό πρέπει να γίνει βάσει εμπειρίας. Αντί να διαλύσουμε τους κανονισμούς βιωσιμότητας πριν δούμε τα οφέλη τους, το Βολτ προτείνει:
Να απλοποιηθεί το πώς γίνεται η αναφορά και όχι το τι αναφέρεται, εναρμονίζοντας μεθοδολογίες και εφαρμόζοντας καθοδήγηση που θα διευκολύνει τη συμμόρφωση χωρίς να υπονομεύσει την προβλεψιμότητα για τις επιχειρήσεις.
Να περιμένουμε τουλάχιστον έναν πλήρη κύκλο αναφοράς πριν γίνουν σημαντικές αναθεωρήσεις στη CSRD, ώστε οι ρυθμιστικές αρχές να αξιολογήσουν ποια μέρη μπορούν να απλοποιηθούν χωρίς να αποδυναμωθεί η διαφάνεια.
Να διατηρηθεί η υποχρέωση αναφοράς για τις μεσαίες επιχειρήσεις. Μια καλά δομημένη ανάλυση διπλών ουσιωδών μεγεθών βοηθά στην ιεράρχηση των σημαντικών θεμάτων για υποβολή εκθέσεων, μειώνοντας την περιττή πολυπλοκότητα.
Η πρόταση είναι ένα βήμα πίσω τόσο για τις φιλοδοξίες βιωσιμότητας της Ευρώπης όσο και για την οικονομική της ανταγωνιστικότητα. Στέλνει το λάθος μήνυμα σε μια περίοδο που οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές χρειάζονται σαφήνεια και μακροπρόθεσμο προσανατολισμό.
Η ΕΕ δεν πρέπει να υποκύψει στις πιέσεις εξωτερικών δυνάμεων ή σε βραχυπρόθεσμες ανησυχίες κόστους. Αντίθετα, πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη σε μια ανθεκτική, μελλοντικά ασφαλή οικονομία, η οποία να είναι ανταγωνιστική ακριβώς επειδή είναι βιώσιμη.
Οι συντάκτες πολιτικής του Βολτ Ευρώπης: Thijn Kortenbach, Jakob Habsburg και Lars Tum